γλυκερῇ

γλυκερῇ
γλυκερός
fem dat sg (epic ionic)
γλυκύς
sweet to the taste
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλυκερή — γλυκερός fem nom/voc sg (epic ionic) γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να …   Dictionary of Greek

  • γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α …   Dictionary of Greek

  • σιρόπι — και σορόπι, το, Ν 1. παχύρρευστο διάλυμα ζάχαρης ή μελιού σε νερό, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στη φαρμακευτική 2. φάρμακο σε υγρή μορφή με προσθήκη γλυκού διαλύματος 3. η μελάσσα τού ζαχαροκάλαμου 4. καθετί που είναι πολύ γλυκό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”